πρωτόσχολος

πρωτόσχολος
και πρωτόσκολος, ο, Ν
(κατά την παλαιά αλληλοδιδακτική μέθοδο) ο καλύτερος μαθητής κάθε τάξης ο οποίος βοηθούσε στη διδασκαλία τών άλλων μαθητών και επόπτευε για την ευταξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -σχολος (< σχολή). Η λ. μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκόν Λεξικόν τού Karl Weigel].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρωτόσχολος — πρωτόσχολος, ο και πρωτόσκολος, ο κατά την παλιά αλληλοδιδαχτική μέθοδο, ο πρώτος στην επίδοση μαθητής της τάξης, βοηθός στη διδασκαλία και επόπτης για την πειθαρχία της τάξης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευταξίας — ο (ΑΜ εὐταξίας) [ευταξία] εκκλησιαστικό αξίωμα, αυτός που μεριμνά για την ευταξία στους ναούς και στις ιερές ακολουθίες νεοελλ. (σε παλιότερες εποχές) μαθητής υπεύθυνος για την τήρηση τής τάξεως στο σχολείο, πρωτόσχολος, επιμελητής …   Dictionary of Greek

  • πρωτόσκολος — η, ο βλ. πρωτόσχολος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”