- πρωτόσχολος
- και πρωτόσκολος, ο, Ν(κατά την παλαιά αλληλοδιδακτική μέθοδο) ο καλύτερος μαθητής κάθε τάξης ο οποίος βοηθούσε στη διδασκαλία τών άλλων μαθητών και επόπτευε για την ευταξία.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -σχολος (< σχολή). Η λ. μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκόν Λεξικόν τού Karl Weigel].
Dictionary of Greek. 2013.